- φιλόκοπρος
- -ον, ΜΑμσν.1. αυτός που κοπρίζει συχνά («φιλόκοπρον ζῷον», Γεωπ.)2. μτφ. αυτός που ευαρεστείται με καθετί το κακό και μιαρό («φιλόκοπροι δαίμονες», Ιω. Κλίμ.)αρχ.(για αγρούς) αυτός που απαιτεί κοπριά, που έχει ανάγκη από λίπασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κόπρος (Ι) «κοπριά, περίττωμα»].
Dictionary of Greek. 2013.